- κοσμαῖα
- κοσμαῖα, τά,A ornaments, CPR30 ii 1 (vi A. D., nisi leg. κοσμα<ρ>ίων).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμαία — κοσμαῑα, τὰ (Α) τα κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «κόσμημα, διάκοσμος»] … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek